- αποξείδωση
- η(χημ.), η αφαίρεση του οξυγόνου από μιαν ουσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποξείδωση — η 1. αφαίρεση του οξυγόνου από χημική ουσία 2. κατάσταση του σώματος που αποξειδώθηκε … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
αποξειδωτικός — ή, ό σχετικός με την αποξείδωση … Dictionary of Greek